- Διαύλους
- Δίαυλοςdouble pipemasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διαύλους — δίαυλος double pipe masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άυλος — Πνευστό μουσικό όργανο αρχαιότατης προέλευσης. Αιγυπτιακές τοιχογραφίες μάς πληροφορούν ότι οι Αιγύπτιοι γνώριζαν τουλάχιστον τρία είδη α.: τους ευθύαυλους μιμ με επιστόμιο και πέντε οπές, τους πλαγίαυλους σέμπι, που παίζονταν περίπου όπως και τα … Dictionary of Greek
αυλός — Πνευστό μουσικό όργανο αρχαιότατης προέλευσης. Αιγυπτιακές τοιχογραφίες μάς πληροφορούν ότι οι Αιγύπτιοι γνώριζαν τουλάχιστον τρία είδη α.: τους ευθύαυλους μιμ με επιστόμιο και πέντε οπές, τους πλαγίαυλους σέμπι, που παίζονταν περίπου όπως και τα … Dictionary of Greek
CAMPTERES — Graeca vox καμπτῆρες, apud Auctorem incertum de Vita et gestis Alexandri, qui Graece et Latine scriptus in Bibliothecis servatur, sunt curricula seu spatia in Circo, quae alii κύκλους, διαύλους, item ςτάδια, dixêre, Latini quoque metas nonnumquam … Hofmann J. Lexicon universale
IBICES CC — IBICES CC. inter alia animalia herbatica, quae die muneris rapienda populo concessit, Gordianus apud Iul. Capitolin. in Vita eius. Est autem Ibex, Hebt. jaal, quod nomen ab ascensu accepit, eo quod in summis montibus degit, Psalm. 104. v. 18.… … Hofmann J. Lexicon universale
META — in Circo, creta erat et terminus, in quo currendi finem faciebant quadrigae et palmam accipiebant: Victoriae nota, Solino, c. 47. quod solae victrices quadrigae, quae metam septimo circumagere anticipâssent, eousque decurrebant praemium… … Hofmann J. Lexicon universale
SPATIA — in Circo olim dicta, quas metas, curricula, vias alias Latini, κύκλους, διαύλους, ςτάδια, καμπτῆρας Graeci dixêre; cuiusmodi septem fuisse, tot enim vicibus meta peragenda erat, supra vidimus. Antiochensis Ioannes etiam in Graecam vocem… … Hofmann J. Lexicon universale
Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… … Dictionary of Greek
βολίζω — (AM βολίζω) ρίχνω τη βολίδα, εξετάζω το βάθος της θάλασσας νεοελλ. βόλισον ναυτικό παράγγελμα προς τον ναύτη στον οποίο έχει ανατεθεί η καταμέτρηση του βάθους της θάλασσας, όταν το πλοίο περνάει από επικίνδυνους διαύλους μσν. βολίζομαι βυθίζομαι … Dictionary of Greek
μονοφωνικός — ή, ό 1. αυτός που εκτελείται μόνο από μία φωνή, που ανήκει ή αναφέρεται στη μονοφωνία 2. φρ. α) «μονοφωνικό σύστημα» σύστημα εγγραφής και αναπαραγωγής ήχου που χρησιμοποιεί μόνο έναν δίαυλο, σε αντιδιαστολή προς το στερεοφωνικό, που χρησιμοποιεί… … Dictionary of Greek